- κατευνάζομαι
- κατευνάζομαι, κατευνάστηκα, κατευνασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ευνώ — εὐνῶ, άω (Α) [εὐνή] (ποιητ. ρ., διάφ. τ. τού ευνάζω) 1. τοποθετώ κάποιον σε κάποιο μέρος για ενέδρα 2. αποκοιμίζω, καταβαυκαλίζω («εὐνήσασα φρουρόν ὄφιν», Απολλ. Ρόδ.) 3. μτφ. καταπραΰνω («τῆς δ εὔνησε γόον», Ομ. Οδ.) 4. μέσ. εὐνῶμαι α) ξαπλώνω,… … Dictionary of Greek
καταπέφτω — και καταπίπτω (AM καταπίπτω, Μ και καταπέφτω) 1. πέφτω καταγής με ορμή («κατέπεσε από τον τρίτο όροφο») 2. πέφτω κάτω, καταρρέω, γκρεμίζομαι («πολλά σπίτια κατέπεσαν από τον σεισμό») νεοελλ. 1. μτφ. (για άνεμο, θύελλα, οργή κ.λπ.) ελαττώνομαι,… … Dictionary of Greek
κατευνάζω — (AM κατευνάζω) ηρεμώ κάποιον ή κάτι, καταπραΰνω, ανακουφίζω, καθησυχάζω (α. «το φάρμακο αυτό κατευνάζει τους πόνους» β. «κατευνάζειν πόντον», Απολλ. Ρόδ.) μσν. αρχ. τοποθετώ κάποιον στην κλίνη, κοιμίζω (α. «ὃν αἰόλα νύξ... τίκτει κατευνάζει τε»,… … Dictionary of Greek
μαλθακίζομαι — (AM) [μαλθακός] είμαι ή γίνομαι οκνηρός, χαύνος αρχ. 1. καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι («Ζεὺς τοῑς τούτοις οὐχὶ μαλθακίζεται», Αισχύλ.) 2. (σε σχέση με τη θερμότητα τού ηλίου) αποχαυνώνομαι 3. είμαι δειλός («ὅτι μαλθακίζεσθαι ἐδόκει, ἅτε ὤν… … Dictionary of Greek
μετακοιμίζομαι — (Α) καταστέλλομαι, κατευνάζομαι («ποῑ καταλήξει μετακοιμισθὲν μένος ἄτης», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
ξεθυμαίνω — (Μ ξεθυμαίνω) νεοελλ. 1. (για αιθέρια έλαια) μεταβάλλομαι σε αέριο, εξατμίζομαι («μην ανοίγεις τα αρώματα γιατί θα ξεθυμάνουν») 2. (για υγρά ή στερεά τα οποία περιέχουν πτητικές ουσίες) αποβάλλω, χάνω τις ουσίες μου με εξάτμιση, χάνω τη σπιρτάδα… … Dictionary of Greek
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek